Publicitad R▼
ακριβής (adj.)
1.αυτός που χαρακτηρίζεται από απόλυτη ακρίβεια και σαφήνεια
2.αυτός που για τον καθένα προσωπικά εκφράζει ή αποτελεί ιδεώδες, πρότυπο
Publicidad ▼
ακριβής (adj.)
άμεσος, άψογος, α κριβολόγος, αλάνθαστος, απόλυτα ακριβής, αόριστος, βιαστικός, γρήγορος, διεξοδικός, εμπεριστατωμένος, εύστοχος, λεπτολόγος, μαθηματικός, ορθός, πιστός, πρόχειρος, σαφής, σε βάθος, σχολαστικός, σωστός, τέλειος, τυπικός
ακριβἠς (adj.)
Ver también
ακριβής (adj.)
↘ ακρίβεια, αναφέρω λεπτομερώσ, ενδελέχεια, εξειδικεύω, επιμέλεια, καθορίζω, περικεύω, προδιαγράφω, προσδιορίζω, σχολαστικά, σχολαστικότητα ↗ άψογα, έγκαιρα, ακριβώς στην ώρα μου, ακριβώς στην ώρα που πρέπει, εργατικότητα, κανονικά, νωρίς, πάνω στην ώρα, τέλεια, την κατάλληλη στιγμή, όπως αναμενόταν ≠ ακαθόριστος, ανακριβής, ασαφής, ατελής, αόριστος, ελαττωματικός, λανθασμἐνος
Publicidad ▼
ακριβής (adj.)
accurately (en) - accuracy, truth (en)[Dérivé]
ανακριβής, λανθασμἐνος[Ant.]
ακριβής (adj.)
ακριβής, σωστός[Similaire]
ακριβής (adj.)
εργατικότητα, κοπιαστικό[QuiEstFaitDe]
προσεκτικός[Similaire]
ακριβής (adj.)
ακριβής (adj.)
conforme à la vérité (fr)[Classe]
qualificatif d'une traduction (fr)[DomainJugement]
sincère (récit) (fr)[DomainJugement]
définition (fr)[DomaineDescription]
ακρίβεια - με ακρίβεια[Dérivé]
inexact (en)[Ant.]
ακριβής (adj.)
qui apporte du soin à ce qu'il fait (fr)[Classe]
méthodique (fr)[Classe]
meticulous; precise; exact (en)[ClasseHyper.]
(portrayal; description) (en)[termes liés]
(κυριολεκτικά)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
clearcutness, preciseness (en) - με ακρίβεια[Dérivé]
ανακριβής[Ant.]
ακριβής (adj.)
δίκιο[Similaire]
ακριβής (adj.)
ακριβής, ορθός[Similaire]
ακριβής (adj.)
αλάνθαστος, που πετυχαίνει πάντα, σίγουρος[Similaire]
ακριβής (adj.)
meticulous; precise; exact (en)[Classe]
certain (fr)[Classe...]
ακριβής, ορθός[Similaire]
μαθηματικά[Domaine]
ακριβής (adj.)
ακριβής, α κριβολόγος, τυπικός[Similaire]
ακριβής (adj.)
pur (fr)[Classe]
unperfectible (en)[Classe]
άψογα, τέλεια - τελειότητα[Dérivé]
ατελής, ελαττωματικός[Ant.]
ακριβής (adj.)
rapide (fr)[Classe]
πρόθυμος[Hyper.]
έτοιμος, διατεθειμένος, πανέτοιμος, πρόθυμος, σε ετοιμότητα[Similaire]
ακριβής (adj.)
ponctuel (fr)[Classe]
régulier dans le temps (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
NormativeAttribute (en)[Domaine]
ακριβής (adj.)
sound (en)[Rel.]
ακριβής, αόριστος, τέλειος[Similaire]
ακριβἠς (adj.)
απόλυτος[Similaire]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s