Publicitad R▼
abusar de (v.)
εκμεταλλεύομαι, κάνω κατάχρηση της καλοσύνης κπ., καταχρώμαι, κάνω κακή χρήση
Publicidad ▼
Ver también
abusar de (v.)
mishandle (en)[ClasseHyper.]
abusar de (v.)
abusar de (v.)
utiliser de façon excessive (fr)[Classe]
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,078s