Publicitad E▼
cargar (v.)
με βαραίνει, φορτώνω, απαριθμώ, αποκλείω, δεν συμπεριλαμβάνω, πιστώνω, χρεώνω, λογαριάζω, υπολογίζω, αριθμώ συνολικά, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, εξοπλίζω, φορτίζω, γεμίζω, βάζω φιλμ, φορτώνω δουλειά σε κπ., ορμώ, κουβαλώ, μεταφέρω, παραφορτώνω, προσθέτω βάρος, βαραίνω, τακτοποιώ, φυλάγω, εκπέμπω, είμαι αγωγός, εκδίδω λογαριασμό, στέλνω τιμολόγιο σε κπ., χρεώνω κτ. σε λογαριασμό, εμπιστεύομαι, επιφορτίζω, παραδίδω, αίρω, βαστάζω, υποβαστάζω, φέρω, αποτελώ βάρος για
cargar ()
αποτελειώνω, εκτελώ, δολοφονώ, ξεπαστρεύω, σκοτώνω, φονεύω, μεταφέρω με καροτσάκι, κουβαλώ
cargar a uno (v.)
cargar en cuenta (v.)
Publicidad ▼
Ver también
cargar (v. trans.)
↘ calculable, cálculo, canal de humo, cañón, cañón de chimenea, carga, cargar de nuevo, colector, cómputo, conducto, contable, contaje, conteo, cuenta, descargar, disparar, enumeración, escrutinio, hacer estallar, hacer explotar, numeración, recargar, recontar, recuento, tubería, volver a cargar, volver a contar ↗ lastre, peso, zahorra
cargar
↘ asesina, asesinato, asesinato alevoso, asesino, cólera, eliminación, furioso, furor, homicida, homicidio, ira, iracundo, liquidación ↗ armatoste, auto, automóvil, buga, cacharro, cafetera, carricoche, carro, coche, máquina, tequi, turismo
cargar (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,032s