halten : traducción de halten (alemán) en griego


   Publicitad R▼


 » 
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita

Definición y significado de halten

Traducción

halten (v.)

(συγ)κρατώ, βαστώ, διαρκώ, κρατώ, φροντίζω, δίνω, οργανώνω, μένω, δέχομαι με ενθουσιασμό, επιβιώνω, αντέχω, επιζώ, τα φέρνω βόλτα, θαρρώ, κρίνω, φρονώ, βλέπω, καταλαβαίνω, κατανοώ, θεωρώ, αναλογίζομαι, θεωρώ κπ. ως, εμμένω στις θέσεις ή τις αρχές μου, κάθομαι και περιμένω χωρίς να κάνω κτ., εμμένω στις θέσεις μου, έχω, εξουσιάζω, κατακρατώ, φέρομαι, συντηρώ, τρέφω, υποβαστώ, `τρέφω`, συντηρώ κπ., προμηθεύω τα απαραίτητα, συντηρώ οικονομικά, φυλάγω, δε δίνω, διατηρώ, αμύνομαι, μένω ακλόνητος στις θέσεις μου, συγκρατούμαι, αναχαιτίζω, ανακόπτω την πορεία, εκλαμβάνω, νομίζω, πιστεύω, τηρώ, δεν απομακρύνομαι από, προσκολλώμαι, δεν εγκαταλείπω, τονίζω, δίνω έμφαση, υπογραμμίζω, τονίζω τη σημασία, δίνω έμφαση σε κτ., φανερώνω, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι, αντιμετωπίζω, συνεχίζω, συνεχίζομαι, συνεχίζω να κάνω κτ., προχωρώ, προοδεύω, συνεχίζω παρά τις δυσκολίες, συνεχίζω να κάνω κτ. το ίδιο καλά και με τον ίδιο ρυθμό, υποστηρίζω, παραστέκομαι, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι σε, ζω σύμφωνα με, ικανοποιώ, καλύπτω, κάνω κπ. να ευχαριστηθεί, παραδίδω, εκφωνώ, παίρνω κπ. για κπ. άλλο, κάνω λάθος, παρανοώ, διατηρούμαι, μιλώ, εκφωνώ λόγο, απευθύνομαι σε κοινό, σταματώ, σταματώ να λειτουργώ, διατηρώ σε μια κατάσταση, συνεχίζω κτ., διασώζω, προστατεύω, διατηρούμαι σε καλή κατάσταση, κρατάω, τηρώ έτσι όπως πρέπει

nicht halten (v.)

αθετώ

   Publicidad ▼

Ver también

Halt (n.m.)

stützen, unterstützen

Diccionario analógico

-halten (v.)


halten

stop (en)[Hyper.]

anhalten[Domaine]




halten (v.)

adaptieren[Hyper.]














halten (v.)









halten (v.)














halten (v.)

Einfrieren, Rast - Halt - Halt[Dérivé]

starten[Ant.]














Halt (n.)

Stütze[Hyper.]



   Publicidad ▼

 

todas las traducciones de halten

definición y sinónimos de halten


Contenido de sensagent

  • traducción
  • definiciones
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopedia

 

5677 visitantes en línea

computado en 0,187s