Publicitad R▼
έλλειψη (n.)
1.η κατάσταση έλλειψης χρημάτων
2.έλλειψη ικανοποιητικής ποσότητας ή αριθμού
3.η αρνητική ιδιότητα, η κακή πλευρά, το αρνητικό σημείο (σε πράγμα ή πρόσωπο)
4.παντελής έλλειψη ιδίως για τρόφιμα
5.(για το σχήμα) η επίπεδη καμπύλη που προκύπτει από την τομή του κώνου με επίπεδο μη κάθετο και μη παράλληλο προς τον άξονά του
6.το να είναι κάτι περιορισμένης έκτασης ή διάρκειας
7.ατέλεια, ελάττωμα, πρόβλημα στην κατασκευή ή τη λειτουργία
έλλειψη
1.η κατάσταση κατά την οποία δεν υπάρχει κάτι
Publicidad ▼
⇨ definición de έλλειψη (Wikipedia)
έλλειψη
έλλειψη (n.)
αδυναμία, ανεπάρκεια, βραχυλογία, βραχύτητα, ελάττωμα, λακωνισμός, λιτότητα, μειονέκτημα, στενότητα, συντομία, το οβάλ, το ωοειδές σχήμα, ψεγάδι
Ver también
έλλειψη (n.)
↘ ελλειπτικός ↗ ανεπαρκής, ελλιπής, λιγοστός, που δεν είναι διαθέσιμο σε επαρκή ποσότητα, που σπανίζει, σπάνιος ≠ αβαντάζ, αφθονία, πλεονέκτημα, προσόν, προτέρημα
Publicidad ▼
⇨ έλλειψη αντιστάσεωσ • έλλειψη αποφασιστικότητασ • έλλειψη αποφασιστικότητοσ • έλλειψη αρμονίασ • έλλειψη ασφάλειασ • έλλειψη αυστηρότητας • έλλειψη βάρους • έλλειψη γεύσης • έλλειψη δόλου • έλλειψη εκφραστικότητας • έλλειψη εμπιστοσύνης • έλλειψη ενδιαφέροντος • έλλειψη εξοικείωσης • έλλειψη εργατικού δυναμικού • έλλειψη θάρουσ • έλλειψη οίκτου • έλλειψη οικονομίασ • έλλειψη ουσίας • έλλειψη σειράς και τάξης • έλλειψη σεμνότητας • έλλειψη στόχου • έλλειψη συνδετικότητας • έλλειψη συνειρμού • έλλειψη σχήματος • έλλειψη τακτ • έλλειψη τροφίμων • έλλειψη φυσικότητας • έχω έλλειψη • έχω έλλειψη από κτ. • πνίγομαι από έλλειψη αέρα • που έχει έλλειψη εργατών • σε έλλειψη ή ανεπάρκεια
έλλειψη
απουσία[Classe]
manque (fr)[Classe]
mémoire (fr)[DomaineCollocation]
factotum (en)[Domaine]
needs (en)[Domaine]
déficient (fr)[Propriété~]
έλλειψη (n.)
έλλειψη, ανάγκη, ανεπάρκεια, ανυπαρξία, απουσία[Hyper.]
tight (en)[Dérivé]
έλλειψη (n.)
manque (fr)[Classe]
έλλειψη (n.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
έλλειψη (n.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
έλλειψη (n.)
ελάττωμα; αδυναμία; έλλειψη[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
έλλειψη, μειονέκτημα[Hyper.]
έλλειψη (n.)
ligne courbe (géométrie) (fr)[Classe]
ligne courbe (fr)[ClasseParExt.]
figure à deux dimensions (fr)[Classe]
ovale (fr)[termes liés]
geometry (en)[Domaine]
Oval (en)[Domaine]
κωνική τομή - σχήμα[Hyper.]
ωοειδής[Dérivé]
έλλειψη (n.)
περιεκτικότητα; σαφήνεια; περιεκτικότησ; ευκρίνεια; συνοπτικότητα[ClasseParExt.]
expression (en)[DomaineDescription]
έλλειψη (n.)
irrégularité (fr)[Classe]
élément de la phrase (fr)[DomainDescrip.]
mechanics (en)[Domaine]
NormativeAttribute (en)[Domaine]
anomal (fr)[Propriété~]
ατέλεια[Hyper.]
ραγίζω - ελαττωματικός[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,078s