Publicitad E▼
αβεβαιότητα (n.)
1.η κατάσταση ή η ιδιότητα του αβέβαιου
2.ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ταραχή, ανησυχία, αβεβαιότητα ή ανασφάλεια λόγω κινδύνου ή δυσκολίας και εκδηλώνεται και με ψυχοσωματικά συμπτώματα
3.η έλλειψη βεβαιότητας, σιγουριάς για κάποιον, κάτι
Publicidad ▼
αβεβαιότητα (n.)
αγωνία, αμφίβολη εντιμότητα, αμφιβολία, αμφιταλάντευση, ανασφάλεια, απροθυμία, δισταγμός, διστακτικότητα
Ver también
αβεβαιότητα (n.)
↗ αβέβαιος, ακαθόριστος, αμφιταλαντεύομαι, αόριστος, διστάζω, κοντοστέκομαι, μένω αναποφάσιστος, ταλαντεύομαι, τρικλίζω ≠ απόλυτη βεβαιότητα, βεβαιότητα, πεποίθηση, σιγουριά
Publicidad ▼
αβεβαιότητα (n.)
factotum (en)[Domaine]
doubts (en)[Domaine]
αρετή, ποιότητα, χαρακτηριστικό[Hyper.]
uncertain (en)[Propriété~]
uncertain (en) - αβέβαιος, επισφαλής - precarious, unstable (en) - unsealed (en) - επικίνδυνος[Dérivé]
βεβαιότητα, σιγουριά[Ant.]
αβεβαιότητα (n.)
αβεβαιότητα (n.)
δειλία; ατολμία[Classe]
διστακτικότητα; δισταγμός; αβεβαιότητα; απροθυμία[Classe]
suspicion (en)[Classe]
υπόθεση; εικασία[Classe]
disbelief (en)[Classe]
αμφιταλάντευση; δισταγμός; αβεβαιότητα; αμφίβολη εντιμότητα[ClasseHyper.]
psychology (en)[Domaine]
doubts (en)[Domaine]
douter (fr)[Nominalisation]
αβεβαιότητα (n.)
réflexion (fr)[Classe]
διστακτικότητα; δισταγμός; αβεβαιότητα; απροθυμία[ClasseHyper.]
δειλία; ατολμία[Classe]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s