Publicitad R▼
αγαπητός
1.ένα αγαπημένο πρόσωπο
αγαπητός (adj.)
1.που είναι αγαπητός, αρεστός, συμπαθής στο κοινό, σε πολλούς ανθρώπους
Publicidad ▼
αγαπητός
έρωτας, αγάπη, αγαπημένο πρόσωπο, αγαπημένος, αξιαγάπητο άτομο, αξιαγάπητος, γλυκέ μου, γλυκιά μου, γλύκα!, γλύκα μου, η αγαπημένη, κανακάρης, μωρό, ο αγαπημένος, πρόσωπο
αγαπητός (adj.)
Ver también
αγαπητός (adj.)
Publicidad ▼
αγαπητός
αγαπητός (adj.)
réputé, de bonne réputation (fr)[Classe]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s