Publicitad R▼
αδέξιος (adj.)
άβολος, άγαρμπος, άγριος, άξεστος, άχαρος, αδιάκριτος, αποβλακωμένος, απολίτιστος, βαρύς, ερασιτεχνικός, ζωώδης, κτηνώδης, ογκώδης, ογκώδησ, τσαπατσούλης, ψηλός και άχαρος
αδέξιος (n.)
αδέξιοσ (adj.)
Publicidad ▼
Ver también
αδέξιος (adj.)
↘ αγροίκος, χοντράνθρωπος ↗ αδέξια, αδιάκριτα, ενοχλητικά ≠ διακριτικός, διπλωματικός, που είναι γεμάτος χάρη
αδέξιος (n.)
Publicidad ▼
αδέξιος (adj.)
άκομψοσ, αδέξιοσ[Similaire]
αδέξιος (adj.)
αδεξιότητα, δυσχέρεια - αδέξια, ενοχλητικά[Dérivé]
που είναι γεμάτος χάρη[Ant.]
αδέξιος (adj.)
έλλειψη τακτ, αδιακρισία - αδιάκριτα[Dérivé]
αδέξιος (adj.)
lent (fr)[Classe]
bourru (fr)[Classe]
bête (fr)[Classe]
αδέξιοσ[Classe]
médiocre (pour une personne) (fr)[Classe]
αμέριμνος; ατάραχος; απαθής; απρόσεκτος; αδιάφορος; πρόχειρος[Classe]
άγαρμπος, αδέξιος[Similaire]
αδέξιος (adj.)
infelicitous (en)[Similaire]
αδέξιος (adj.)
άκομψος[Similaire]
αδέξιος (adj.)
unrefined (en)[Similaire]
αδέξιος (n.)
clumsy person (en)[Hyper.]
αδέξιος (n.)
γυναίκα γίγαντασ[Classe]
personne grosse (fr)[Classe]
αδέξιοσ (adj.)
unskilled (en)[Similaire]
αδέξιοσ (adj.)
αδέξιοσ[ClasseHyper.]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s