Publicitad E▼
αθροίζω (v.)
1.φθάνω σε συγκεκριμένη μονάδα
αθροίζω
1.προσθέτω και βρίσκω το άθροισμα
2.κάνω μαθηματικό υπολογισμό
3.εκτελώ την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης, αθροίζω με συγκεκριμένο τρόπο δύο ή περισσότερους αριθμούς
Publicidad ▼
αθροίζω
αθροίζω (v.)
Ver también
Publicidad ▼
αθροίζω
αθροίζω[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Calculating (en)[Domaine]
[ additionner qqch à un tout ] (fr)[Syntagme]
απαρίθμηση - πρόσθεση - adder (en) - άθροισμα, σύνολο - άθροισμα, σύνολο - ολικό άθροισμα, συνολικός - additive (en) - πρόσθετοσ - additive, linear (en)[Dérivé]
αθροίζω, προσθέτω[Domaine]
αθροίζω
make calculations; reckon; calculate (en)[ClasseHyper.]
compter (fr)[Classe]
mathematics (en)[Domaine]
Calculating (en)[Domaine]
καταλήγω στο λογικό συμπέρασμα, σκέφτομαι, σκέφτομαι λογικά, συμπεραίνω[Hyper.]
υπολογισμός - αριθμομηχανή, κομπιουτεράκι, υπολογιστής, υπολογιστής χεριού - Η/Υ, ηλεκτρονικός υπολογιστής, προσωπικός Η/Υ, υπολογιστής - ποσότητα - λογαριασμός, υπολογισμός - calculus, infinitesimal calculus (en) - εκτιμητήσ - ποσό - μηδέν, μηδενικό - υπολογίσιμος[Dérivé]
συμποσούμαι - μαθηματικά[Domaine]
αθροίζω
αθροίζω[Hyper.]
πρόσθεση - adder (en) - additive (en) - πρόσθετοσ[Dérivé]
αθροίζω - αριθμητική[Domaine]
αφαιρώ, βγάζω[Ant.]
αθροίζω (v.)
coûter un prix (fr)[Classe]
δίδω; δίνω; δώνω[ClasseHyper.]
ήμουν, είμαι, υπάρχω[Hyper.]
ποσότητα, σύστημα μέτρησης - άθροισμα, σύνολο - ποσότητα - άθροισμα, σύνολο - αριθμός, ψηφίο - αριθμός[Dérivé]
αθροίζω, προσθέτω[Analogie]
Contenido de sensagent
computado en 0,063s