Publicitad D▼
αισθητήριο (n.)
1.η ικανότητα αντίληψης της ουσίας ενός πράγματος
Publicidad ▼
αισθητήριο (n.)
⇨ αισθητήριο νεύρο • αισθητήριο όργανο θερμότητας • αισθητήριο όργανο τάσης μυός • εξωτερικό αισθητήριο όργανο • εσωτερικό αισθητήριο όργανο • καλλιτεχνικό αισθητήριο
⇨ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΟ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ ΕΞΑΓΟΜΕΝΩΝ ΚΑΥΣΑΕΡΙΩΝ • Αισθητήριο θερμοκρασίας εξαγομένων καυσαερίων • Αισθητήριο θερμοκρασίας του ψυκτικού υγρού
Publicidad ▼
αισθητήριο (n.)
Contenido de sensagent
computado en 0,047s