Publicitad D▼
αμφιταλάντευση (n.)
1.η έλλειψη βεβαιότητας, σιγουριάς για κάποιον, κάτι
Publicidad ▼
αμφιταλάντευση (n.)
Ver también
αμφιταλάντευση (n.)
↗ αβέβαιος, ακαθόριστος, αόριστος ≠ απόλυτη βεβαιότητα, βεβαιότητα, πεποίθηση, σιγουριά
Publicidad ▼
αμφιταλάντευση (n.)
δειλία; ατολμία[Classe]
διστακτικότητα; δισταγμός; αβεβαιότητα; απροθυμία[Classe]
suspicion (en)[Classe]
υπόθεση; εικασία[Classe]
disbelief (en)[Classe]
αμφιταλάντευση; δισταγμός; αβεβαιότητα; αμφίβολη εντιμότητα[ClasseHyper.]
psychology (en)[Domaine]
doubts (en)[Domaine]
douter (fr)[Nominalisation]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s