Publicitad R▼
αναιρώ (v.)
1.αντιμετωπίζω με επιτυχία κάτι ανασκευάζοντάς το
2.αίρω τους περιορισμούς
3.αποδεικνύω ότι κάτι είναι ψευδές
4.δεν εγκρίνω κάτι και ειδικότερα για δικαστήριο όταν κρίνει ότι ο ισχυρισμός κάποιου είναι αβάσιμος
αναιρώ
1.αναιρώ όσα έχω πει
Publicidad ▼
αναιρώ
αναιρώ (v.)
ανακαλώ, ανασκευάζω, ανατρέπω, αντικρούω, αποδεικνύω ότι κτ. είναι λάθος, απορρίπτω, διαψεύδω
Ver también
αναιρώ (v.)
↘ ανατροπή, να διαψευστεί, που μπορεί να ανατραπεί ≠ αποδεικνύω, δείχνω καθαρά, περιορίζω
Publicidad ▼
αναιρώ
απαρνιέμαι, αποκηρύσσω[Hyper.]
αναιρώ (v.)
αναιρώ (v.)
απαλλάσσω, απελευθερώνομαι[Hyper.]
περιορίζω[Ant.]
αναιρώ (v.)
humilier (fr)[Classe]
dire du mal de qqn (fr)[Classe]
αναιρώ (v.)
prouver (fr)[Classe]
contredire (fr)[Classe]
(opinion) (en)[termes liés]
(σκέψη; συλλογισμός), (τεκμήριο; συμπέρασμα)[termes liés]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s