Publicitad R▼
αναπνοή (n.f.)
1.η εισπνοή και η εκπνοή αέρα για την εισαγωγή οξυγόνου στον οργανισμό και την ταυτόχρονη αποβολή διοξειδίου του άνθρακα
Publicidad ▼
⇨ definición de αναπνοή (Wikipedia)
Ver también
αναπνοή (n.f.)
↘ αναπνευστικός ↗ αναπνέω
Publicidad ▼
⇨ * ασθματική αναπνοή • αναπνοή (ως λειτουργία) • δυσκολία στην αναπνοή • δύσομοσ αναπνοή • κρατάω την αναπνοή μου • παίρνω αναπνοή • τεχνητή αναπνοή • τεχνητή αναπνοή στόμα-με-στόμα
αναπνοή (n.)
αέρας[Hyper.]
αναπνοή (n. f.)
ανάσα; πνοή; αναπνοή[ClasseHyper.]
échange respiratoire (fr)[ClasseParExt.]
εναλλαγή[Classe]
oxygène (fr)[termes liés]
φυσιολογική λειτουργία[Hyper.]
αναπνέω[Nominalisation]
αναπνοή (n. f.)
φυσιολογική λειτουργία[Hyper.]
Contenido de sensagent
computado en 0,390s