Publicitad R▼
αναποφασιστικότητα (n.)
1.η ιδιότητα αυτού που δεν μπορεί να πάρει εύκολα αποφάσεις
Publicidad ▼
Ver también
αναποφασιστικότητα (n.)
αναποφασιστικότητα (n.)
γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό γνώρισμα[Hyper.]
irresolute (en)[Propriété~]
αναποφασιστικότητα (n.)
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,032s