definición y significado de ανοίγω | sensagent.com


   Publicitad D▼


 » 
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita

Definición y significado de ανοίγω

Definición

ανοίγω (v.)

1.(για ρούχο) μεγαλώνω τις διαστάσεις, κάνω φαρδύτερο, ανετότερο ή αποκαλυπτικότερο

2.(για φυτά) ανθίζω, π.χ. άνοιξαν τα λουλούδια στους αγρούς

3.αυξάνω, μεγαλώνω το εύρος σε κάτι

4.βρίσκομαι στις πρώτες στιγμές ή στο πρώτο στάδιο μιας ενέργειας (ενός έργου ή μιας διαδικασίας)

5.κάνω κάτι να ανοίξει

6.απελευθερώνω την δίοδο (μετακινώντας το φύλλο πόρτας ή παραθύρου κ.λπ.)

7.(για καιρικές συνθήκες) γίνομαι πιο αίθριος, πιο φωτεινός και γλυκός

8.αρχίζω να λειτουργώ π.χ. επιχείρηση, σχολείο κ.λπ., κάνω την αρχή (πράξης ή έργου)

9.(για πλοία) απομακρύνομαι από το λιμάνι ή την ακτή

10.δημιουργώ τομές στο δέρμα ή κάνω εγχείρηση (σε ασθενή)

11.ανοίγω κάτι μαζεμένο σε όλη του την έκταση

12.τεντώνω κτ κρατώντας το από ένα σημείο του

13.μετακινώ αντικείμενο, ώστε να καταστήσω το εσωτερικό του άμεσα προσιτό, π .χ. ανοίγω το συρτάρι

ανοίγω

1.βάζω σε λειτουργία ή σε ενέργεια

   Publicidad ▼

Sinónimos

ανοίγω

ανάβω

Ver también

   Publicidad ▼

Frases

(δι)ανοίγω • (δι)ανοίγω, λαξεύω • (δι)ανοίγω, τρυπώ • ανοίγω (διακόπτη) • ανοίγω (π.χ. για κατάστημα) • ανοίγω (την όρεξη) • ανοίγω (φύλλο) • ανοίγω (χρηματοκιβώτιο) με διάρρηξη • ανοίγω απότομα • ανοίγω βιβλίο • ανοίγω δρόμο (για) • ανοίγω δρόμο με δυσκολία • ανοίγω δρόμο με μαχαίρα • ανοίγω δρόμο σπρώχνοντας με τον ώμο • ανοίγω εντελώς (π.χ. κουτί) • ανοίγω μαγαζί • ανοίγω με λοστό • ανοίγω με το τρίψιμο • ανοίγω ξαφνικά ή με βία • ανοίγω ξαφνικά και διάπλατα • ανοίγω πάλι • ανοίγω πέρασμα • ανοίγω πανιά • ανοίγω πυρ • ανοίγω σήραγγα • ανοίγω τα μάτια • ανοίγω τα μάτια κπ. • ανοίγω τη συζήτηση για κτ. • ανοίγω την καρδιά μου • ανοίγω την κύρια είσοδο κτηρίου • ανοίγω το βήμα • ανοίγω το βήμα μου • ανοίγω το δρόμο • ανοίγω το φερμουάρ • ανοίγω τρύπα • ανοίγω τρύπα (με τρυπάνι) • ανοίγω όρυγμα

Diccionario analógico


ανοίγω (v.)



ανοίγω (v.)




ανοίγω (v.)

ανοίγω[Hyper.]


ανοίγω (v.)








ανοίγω (v.)


 

todas las traducciones de ανοίγω


Contenido de sensagent

  • definiciones
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopedia

 

6761 visitantes en línea

computado en 0,078s