Publicitad D▼
ανοίγω (v.)
1.(για ρούχο) μεγαλώνω τις διαστάσεις, κάνω φαρδύτερο, ανετότερο ή αποκαλυπτικότερο
2.(για φυτά) ανθίζω, π.χ. άνοιξαν τα λουλούδια στους αγρούς
3.αυξάνω, μεγαλώνω το εύρος σε κάτι
4.βρίσκομαι στις πρώτες στιγμές ή στο πρώτο στάδιο μιας ενέργειας (ενός έργου ή μιας διαδικασίας)
5.κάνω κάτι να ανοίξει
6.απελευθερώνω την δίοδο (μετακινώντας το φύλλο πόρτας ή παραθύρου κ.λπ.)
7.(για καιρικές συνθήκες) γίνομαι πιο αίθριος, πιο φωτεινός και γλυκός
8.αρχίζω να λειτουργώ π.χ. επιχείρηση, σχολείο κ.λπ., κάνω την αρχή (πράξης ή έργου)
9.(για πλοία) απομακρύνομαι από το λιμάνι ή την ακτή
10.δημιουργώ τομές στο δέρμα ή κάνω εγχείρηση (σε ασθενή)
11.ανοίγω κάτι μαζεμένο σε όλη του την έκταση
12.τεντώνω κτ κρατώντας το από ένα σημείο του
13.μετακινώ αντικείμενο, ώστε να καταστήσω το εσωτερικό του άμεσα προσιτό, π .χ. ανοίγω το συρτάρι
ανοίγω
1.βάζω σε λειτουργία ή σε ενέργεια
Publicidad ▼
ανοίγω
ανοίγω (v.)
άρχομαι, αιθριάζω, ανοίγω ξαφνικά ή με βία, ανοίγω πανιά, ανοίγω σήραγγα, ανοίγω την κύρια είσοδο κτηρίου, απλώνω, αποπλέω, αρχίζω, αρχινίζω, αρχινώ, βάζω μπρος, βελτιώνομαι, διαπλατύνω, διασχίζω τη θάλασσα με πλοίο, εγχειρώ, κάνω πανιά, κάτω από φτιάχνω τρύπες τη γη, κηρύσσω έναρξη, κινούμαι σταθερά και άνετα, κλείνω τραβώντας, ξαστερώνω, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω, οδηγώ, πιάνω, πιάνω δουλειά, πλέω, πλαταίνω, στρώνομαι να κάνω κτ., στρώνομαι στη δουλειά, σύρω, τέμνω, ταξιδεύω με πανιά, ταξιδεύω με πλοίο, τεντώνω, τραβώ, τρυπώνω, φαρδαίνω, χειρουργώ, χώνομαι
Ver también
ανοίγω (v.)
↘ μη χειρουργήσιμος ↗ εγχείρηση, εγχείριση, επέμβαση ≠ βάζω λουκέτο, διπλώνω, καταλήγω, κλείνω, κλείνω κτ., κλειδώνω, στενεύω, συννεφιάζω, τελειώνω, τερματίζομαι, τερματίζω
Publicidad ▼
⇨ (δι)ανοίγω • (δι)ανοίγω, λαξεύω • (δι)ανοίγω, τρυπώ • ανοίγω (διακόπτη) • ανοίγω (π.χ. για κατάστημα) • ανοίγω (την όρεξη) • ανοίγω (φύλλο) • ανοίγω (χρηματοκιβώτιο) με διάρρηξη • ανοίγω απότομα • ανοίγω βιβλίο • ανοίγω δρόμο (για) • ανοίγω δρόμο με δυσκολία • ανοίγω δρόμο με μαχαίρα • ανοίγω δρόμο σπρώχνοντας με τον ώμο • ανοίγω εντελώς (π.χ. κουτί) • ανοίγω μαγαζί • ανοίγω με λοστό • ανοίγω με το τρίψιμο • ανοίγω ξαφνικά ή με βία • ανοίγω ξαφνικά και διάπλατα • ανοίγω πάλι • ανοίγω πέρασμα • ανοίγω πανιά • ανοίγω πυρ • ανοίγω σήραγγα • ανοίγω τα μάτια • ανοίγω τα μάτια κπ. • ανοίγω τη συζήτηση για κτ. • ανοίγω την καρδιά μου • ανοίγω την κύρια είσοδο κτηρίου • ανοίγω το βήμα • ανοίγω το βήμα μου • ανοίγω το δρόμο • ανοίγω το φερμουάρ • ανοίγω τρύπα • ανοίγω τρύπα (με τρυπάνι) • ανοίγω όρυγμα
ανοίγω
βγάζω, παρουσιάζω[Hyper.]
ανοίγω (v.)
open (en)[ClasseHyper.]
s'ouvrir (fleur en bouton) (fr)[Classe]
(ανθοπώλης), (ανθός καρποφόρου δέντρου)[termes liés]
(seed) (en)[termes liés]
abcès (fr)[DomaineCollocation]
αναφαίνομαι, αποκαλύπτομαι, εκδηλώνομαι, φυτρώνω[Hyper.]
dehiscence (en) - ανοίγων[Dérivé]
ανοίγω (v.)
αυξάνομαι, αυξάνω[Hyper.]
ανοίγω (v.)
ανοίγω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Motion (en)[Domaine]
αλλάζω κατάσταση[Hyper.]
άνοιγμα, εγκαίνια - άνοιγμα - opener (en) - opener, undoer, unfastener, untier (en)[Dérivé]
ανοίγω[Cause]
ανοίγω (v.)
ανοίγω[Hyper.]
ανοίγω (v.)
ανοίγω (v.)
πάω βαρκάδα, πλέω, ταξιδεύω[Hyper.]
κρουαζιέρα - ιστιοπλοΐα - ιστίο, καραβόπανο, πανί[Dérivé]
ναυσιπλοΐα[Domaine]
ανοίγω (v.)
θεραπεύω, κουράρω, περιθάλπω[Hyper.]
εγχείρηση, εγχείριση, επέμβαση[GenV+comp]
operative, surgical (en)[Dérivé]
ιατρική[Domaine]
ανοίγω (v.)
ανοίγω τρύπα, σκάβω, σκάπτω[Hyper.]
λαγούμι, τρύπα, φωλιά[Dérivé]
ανοίγω (v.)
factotum (en)[Domaine]
ShapeChange (en)[Domaine]
ανοίγω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Motion (en)[Domaine]
ανοίγω (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,078s