Publicitad D▼
αντιλαμβάνομαι (v.)
1.αντιλαμβάνομαι, αποδέχομαι κάτι ως ίδιο
2.αντιλαμβάνομαι σε βάθος, καταλαβαίνω ξεκάθαρα
3.νιώθω, αισθάνομαι, εκδηλώνω τα αισθήματά μου
4.εντοπίζω κάτι, το διακρίνω
5.γνωρίζω,καταλαβαίνω μέσω των αισθήσεων
6.σχηματίζω σαφή αντίληψη για κάτι, το καταλαβαίνω πλήρως με σαφήνεια
7.καταλαβαίνω το νόημα μιας λέξης, ενός συλλογισμού, ενός κειμένου κ.τ.λ. Αντιλαμβάνομαι τα κίνητρα, τις σκοπιμότητες ή τις αιτίες μιας ενέργειας, μιας συμπεριφοράς
8.διαπιστώνω, συνειδητοποιώ ότι κάποιος ή κάτι υπάρχει ή έχει ορισμένη ιδιότητα
9.αντιλαμβάνομαι, διαπιστώνω κάτι που συμβαίνει
10.αντιλαμβάνομαι κάτι με τις αισθήσεις μου
αντιλαμβάνομαι
1.καταλαβαίνω κάτι στο σύνολό του ,αντιλαμβάνομαι πλήρως
Publicidad ▼
αντιλαμβάνομαι
αφομοιώνω, βγάζω νόημα από κτ., βρίσκω άκρη, καταλαβαίνω, κατανοώ, συλλαμβάνω, χωνεύω
αντιλαμβάνομαι (v.)
έχω, έχω διάθεση για, έχω διάθεση κάνω κτ., αισθάνομαι, αναγνωρίζω, ανακαλύπτω, αντιλαμβάνομαι σωστά, αποκαλύπτω, βγάζω συμπέρασμα, βλέπω, βρίσκω τυχαία, διαισθάνομαι, διακρίνω, εκτιμώ, εννοώ, εντοπίζω, κάνω κέφι, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω καλά, κατανοώ, μαθαίνω εμπειρικά, νιώθω, νοιώθω, ξεγυμνώνω, παίρνω είδηση, παρατηρώ, παρατηρώ και θυμάμαι, προσέχω, προσέχω , σταθμίζω, συναισθάνομαι, συνειδητοποιώ, συνειδητοποιώ , τραβάει η όρεξή μου
Ver también
αντιλαμβάνομαι (v.)
↘ αισθητός, ταυτοποίηση ≠ αγνοώ
αντιλαμβάνομαι
↘ αντίληψη
Publicidad ▼
⇨ αντιλαμβάνομαι απώλεια • αντιλαμβάνομαι κτ. πριν εξαπατηθώ • αντιλαμβάνομαι με την όσφρηση • αντιλαμβάνομαι σωστά • αντιλαμβάνομαι τι υπονοεί ένα κείμενο
αντιλαμβάνομαι
comprendre (fr)[Classe]
αντιλαμβάνομαι
prendre conscience de qqch (fr)[Classe]
αντιλαμβάνομαι (v.)
comprendre (fr)[Classe]
considérer comme semblable (fr)[Classe]
αντιλαμβάνομαι (v.)
αντιλαμβάνομαι (v.)
νιώθω, νοιώθω[Hyper.]
sighting (en) - άποψη, βλέμμα, επισκόπηση, θέα, ματιά - οπτικό πεδίο - όραση - sight (en) - σκόπευτρο[Dérivé]
αντιλαμβάνομαι (v.)
νιώθω, νοιώθω[Hyper.]
αντλώ, διαλέγω, δρέπω[Analogie]
αντιλαμβάνομαι (v.)
αντιλαμβάνομαι (v.)
αντιλαμβάνομαι (v.)
évaluer par un jugement (fr)[Classe]
αντιλαμβάνομαι (v.)
psychology (en)[Domaine]
Interpreting (en)[Domaine]
αντιλαμβάνομαι (v.)
repérer (fr)[Classe]
reconnaître, percevoir, trouver ce qu'on cherche (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Discovering (en)[Domaine]
αντιλαμβάνομαι, βλέπω, διακρίνω, παρατηρώ[Hyper.]
ανακάλυψη, εύρεση - κατασκόπευση - καθορισμός, προσδιορισμός - detecting, detection, detective work, sleuthing (en) - observation (en) - αισθητήρας ανίχνευσης - detector, sensor (en) - παρακολούθηση - ανακάλυψη, εύρημα - παρατήρηση - marginal comment, observation, reflection, reflexion (en) - ανακάλυψη - finding (en) - παρατηρητής - discoverer, finder, spotter (en) - αισθητόσ, αξιοπαρατήρητοσ, τηρητέοσ - παρατηρητικός, προσεκτικόσ[Dérivé]
ανακαλύπτω[Domaine]
αντιλαμβάνομαι (v.)
être attentif, prêter attention (fr)[Classe]
repérer (fr)[Classe]
prendre conscience de qqch (fr)[Classe]
avoir présent à l'esprit, dans l'esprit : savoir (fr)[Classe]
noter (fr)[Classe]
obtenir une information, un savoir... (fr)[Classe]
view; look; see (en)[Classe]
παρακολούθηση - ένδειξη, σημάδι - noticer (en) - noticeable, substantial (en) - detectable, discernible, noticeable (en) - αισθητός, φανερός[Dérivé]
νιώθω, νοιώθω[Domaine]
αγνοώ[Ant.]
αντιλαμβάνομαι (v.)
prendre conscience de qqch (fr)[Classe]
αντιλαμβάνομαι (v.)
percevoir par la peau (fr)[ClasseHyper.]
Contenido de sensagent
computado en 0,125s