Publicitad R▼
απαλείφω (v.)
1.σβήνω μαγνητικά εγγεγραμμένη πληροφορία
Publicidad ▼
Ver también
απαλείφω (v.)
≠ γράφω, εγγράφω, ηχογραφώ, μαγνητοφωνώ
Publicidad ▼
⇨ απαλείφω (π.χ. τους φόβους ή τις αμφιβολίες κπ • απαλείφω (π.χ. τους φόβους ή τις αμφιβολίες κπ.) • απαλείφω (π.χ. τους φόβους κπ.)
απαλείφω (v.)
mechanics (en)[Domaine]
Process (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,032s