Publicitad R▼
απασχολώ (v.)
1.χρησιμοποιώ κπ/κτ για κάποια εργασία
2.αποφασίζω να απασχολήσω ως εργοδότης έναν εργαζόμενο, τον παίρνω σε μια δουλειά
3.αφιερώνω ενεργά το ενδιαφέρον μου (σε κάτι).
4.εκτείνομαι σε συγκεκριμένο χώρο
απασχολώ
1.απασχολώ ολοκληρωτικά, καταλαμβάνω ή απαιτώ το χρόνο, τη σκέψη ή τις δυνάμεις κάποιου αποκλειστικά, σε σημείο που να μην ασχολείται με τίποτα άλλο
Publicidad ▼
απασχολώ
έλκω την προσοχή, απορροφώ, καταλαμβάνω, κρατώ, παίρνω, πιάνω
Ver también
απασχολώ (v.)
↘ ανησυχία, πρόσληψη, στέγαση, στέγη, συνάρμοση, συναρμογή, χρήσιμος ≠ απαγκιστρώνω, αποδεσμεύω, απολύω, αποπέμπω, δίνω σε κπ. τα παπούτσια στο χέρι, κάνω περικοπές προσωπικού
Publicidad ▼
απασχολώ
γεμίζω[Hyper.]
απασχολώ
απασχολώ (v.)
faire changer de lieu qqch (fr)[Classe...]
engrenage (fr)[termes liés]
απασχολώ (v.)
recruter des personnes (fr)[Classe]
employer une personne (fr)[Classe]
economy (en)[Domaine]
Hiring (en)[Domaine]
απασχολώ (v.)
avoir une activité de façon régulière (fr)[Classe]
pratiquer (une activité) (prop. courante) (fr)[ClasseParExt.]
s'intéresser à (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
agent (en)[Domaine]
βάζω κπ. να δουλεύει, δουλεύω, εργάζομαι[Hyper.]
occupation (en)[Dérivé]
απασχολώ (v.)
lodge; stay; be accommodated; dwell; live; dwell in (en)[ClasseHyper.]
απασχολώ (v.)
s'intéresser à (fr)[Classe]
inquiéter (fr)[Classe]
διατάζω, διοικώ[Hyper.]
απορρόφηση, προσήλωση - έγνοια, εντρύφηση[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s