Publicitad R▼
απλότητα (n.)
1.απουσία δυσκολίας ή προσπάθειας
Publicidad ▼
απλότητα (n.)
αγροικία, αγροτική ζωή, αγροτικότησ, αγροτικότητα, απλότησ, αφέλεια, ειλικρίνεια, ευκολία, λιτότητα
Ver también
απλότητα (n.)
Publicidad ▼
απλότητα (n.)
δηλητηριώδεσ; μοχθηρότητα; κακία; αγριότητα; κτηνωδία[ClasseParExt.]
grossièreté (fr)[Classe]
awkwardness, clumsiness, gracelessness, stiffness (en)[Hyper.]
χονδροειδής[Propriété~]
agrestic (en) - αγροτικόσ[Dérivé]
urbanity (en)[Ant.]
απλότητα (n.)
έλλειψη δόλου, αθωότητα[Hyper.]
απλότητα (n.)
αγνότησ, αγνότητα, καθαρότητα[Hyper.]
αμιγήσ[Dérivé]
απλότητα (n.)
ευκολία[ClasseHyper.]
expression (en)[Classe]
habileté (fr)[Classe]
fluidité du style (fr)[DomainJugement]
αρετή, ποιότητα, χαρακτηριστικό[Hyper.]
εύκολος - απλός, καθαρός, σκέτος, στοιχειώδης[Propriété~]
ήπιος, μαλακός - αβίαστοσ, βραδύσ[Dérivé]
δυσκολία[Ant.]
Contenido de sensagent
computado en 0,032s