Publicitad D▼
αποδεσμεύω (v.)
1.απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από μια δέσμευση, υποχρέωση ή από έναν περιορισμό
2.ελευθερώνω κάποιον από τα δεσμά του
3.παύω να δεσμεύω
αποδεσμεύω
1.απαλλάσσομαι από περιττά βάρη, δυσάρεστες καταστάσεις, ενοχλητικά πρόσωπα, πράγματα κ .λπ. π .χ. "ξεφορτώσου αυτά τα παλιά παπούτσια!"
Publicidad ▼
αποδεσμεύω
αποδεσμεύω (v.)
Ver también
αποδεσμεύω (v.)
≠ απασχολώ, βάζω ταχύτητα, εμποδίζω, κλείνω ερμητικά, μπλοκάρω, περιδένω, περισφίγγω, σφραγίζω, φράζω
Publicidad ▼
αποδεσμεύω
αφήνω κπ. στα κρύα του λουτρού[Classe]
jeter, se débarrasser de qqch d'inutile (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Removing (en)[Domaine]
αφαίρεση[Dérivé]
αποδεσμεύω
αποδεσμεύω (v.)
αποδεσμεύω (v.)
αποσπώ[Hyper.]
περιδένω, περισφίγγω[Ant.]
αποδεσμεύω (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,031s