definición y significado de αστυνομία | sensagent.com


   Publicitad E▼


 » 
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita

Definición y significado de αστυνομία

Definición

αστυνομία (n.)

1.η κρατική υπηρεσία που μεριμνά για την προστασία και ασφάλεια των πολιτών, την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και γενικότερα την εφαρμογή των νόμων που θεσπίζει η πολιτεία, την καταπολέμηση του εγκλήματος και ενίοτε την αντιμετώπιση εκτάκτων περιστατικών, αστυνομικό τμήμα

2.το κτήριο όπου στεγάζεται αστυνομική δύναμη, το αστυνομικό τμήμα

αστυνομία (n.f.)

1.το σύνολο όσων υπηρετούν στην αστυνομία, και εκτελούν το έργο της, τα όργανα της τάξεως

   Publicidad ▼

Definición (más)

definición de αστυνομία (Wikipedia)

Sinónimos

   Publicidad ▼

Ver también

Frases

Diccionario analógico

Wikipedia

Αστυνομία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Με τον όρο αστυνομία εννοείται συνήθως η κρατική λειτουργία, με σκοπό την τήρηση της δημόσιας τάξης και την πρόληψη του εγκλήματος.

Πίνακας περιεχομένων

Ιστορία

Η ανάγκη της αστυνομίας έγινε αντιληπτή τον 5ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα, για την επίβλεψη των δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, για την συντήρηση των δρόμων κλπ.

Στη Σπάρτη, πρώτος ο Λυκούργος ανάθεσε την τήρηση της τάξης στους εφόρους. Στο Βυζαντινή Αυτοκρατορία το έργο της αστυνομίας ασκούσαν οι έπαρχοι, που είχαν αναλάβει και τη δικαστική εξουσία.

Κατά την Τουρκοκρατία, την επίβλεψη του τόπου είχε ο βοεβόδας με τους αγάδες και στις επαρχίες οι αρχηγοί των εθνοφυλάκων.

Μετά την Επανάσταση του 1821, η Γερουσία ανάθεσε αστυνομικά καθήκοντα στις τοπικές διοικήσεις. Μετά την απελευθέρωση, στα χρόνια του Καποδίστρια, αστυνόμοι ήταν οι πολιτάρχες μέχρι το 1833, οπότε έγινε η Δημοτική Αστυνομία. Το 1849 έχουμε διοικητική αστυνομία στον Πειραιά και στην Αθήνα, μέχρι το 1893 και μετά τη Στρατιωτική Αστυνομία. Λίγο αργότερα γίνεται η Αστυφυλακή για τους δήμους και η Χωροφυλακή για την ύπαιθρο, που υπάρχει μέχρι σήμερα εκτός από τις πόλεις Πάτρα, Κέρκυρα, Πειραιά και Αθήνα όπου το 1921 γίνεται Αστυνομία Πόλεων.

Καθήκον

Διαφύλαξη της ησυχίας και τάξης, δίωξη και πρόληψη του εγκλήματος, τροχαία κίνηση, υπηρεσία ηθών, αγορανομική υπηρεσία κ.α. Υπάρχει και Δικαστική αστυνομία για τ' αδικήματα και τουριστική (από το 1935) για τουριστικούς τόπους και αρχαιολογικούς.

Ελληνική Αστυνομία

Πλήρες άρθρο Ελληνική Αστυνομία

Το 1821 ιδρύεται με απόφαση των Προκρίτων Ύδρας η πρώτη Αστυνομία στην Ελλάδα. Η Ελληνική Αστυνομία με τη σημερινή της μορφή δημιουργήθηκε το 1984, με τη συγχώνευση της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων.

Η αστυνομία αποτελείται απο σώμα πολιτικών υπαλλήλων και ανήκει στο Υπουργείο Εσωτερικών.

Δείτε επίσης



 

todas las traducciones de αστυνομία


Contenido de sensagent

  • definiciones
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopedia

 

4625 visitantes en línea

computado en 0,031s