Publicitad R▼
ασχολούμαι (v.)
1.αφιερώνω μέρος από τη δουλειά μου σε κάτι
2.αφιερώνω ενεργά το ενδιαφέρον μου (σε κάτι).
Publicidad ▼
ασχολούμαι (v.)
απασχολούμαι, απασχολούμαι με κτ., απασχολώ, ασχολούμαι με, γεμίζω το χρόνο μου, επιδίδομαι, καταπιάνομαι με, πραγματεύομαι
⇨ αρχίζω να ασχολούμαι με • ασχολούμαι ερασιτεχνικά • ασχολούμαι με • ασχολούμαι με επιχειρήσεις • ασχολούμαι με την κηπουρική
Publicidad ▼
ασχολούμαι (v.)
sujet (ce qui est soumis à la pensée) (fr)[Classe]
go through; go over; deal with; treat; discuss; be concerned with (en)[ClasseHyper.]
solution (à un problème) (fr)[DomaineCollocation]
factotum (en)[Domaine]
Process (en)[Domaine]
θίγω[Hyper.]
coverage (en) - συζήτηση, συνομιλία[Dérivé]
αντιμετωπίζω, μεταχειρίζομαι, συμπεριφέρομαι, φέρομαι - περικλείω, περιλαμβάνω[Domaine]
ασχολούμαι (v.)
avoir une activité de façon régulière (fr)[Classe]
pratiquer (une activité) (prop. courante) (fr)[ClasseParExt.]
s'intéresser à (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
agent (en)[Domaine]
βάζω κπ. να δουλεύει, δουλεύω, εργάζομαι[Hyper.]
occupation (en)[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s