Publicitad D▼
ατομικός (adj.)
1.αυτός που αναφέρεται ή που ανήκει σε ένα άτομο και όχι στο σύνολο
2.που έχει σχέση με ένα πρόσωπο ή τις προσωπικές του υποθέσεις
Publicidad ▼
ατομικός (adj.)
αδιάκριτος, ιδιαίτερος, ιδιωτικός, μεμονωμένος, ξέχωρος, προσβλητικός, προσωπικός, χαρακτηριστικός
Ver también
Publicidad ▼
ατομικός (adj.)
quality (en)[Domaine]
instance (en)[Domaine]
singly (en) - ένας ένας, ξεχωριστά, χωριστά - ατομικότητα[Dérivé]
κοινός, λαϊκός[Ant.]
ατομικός (adj.)
qui est propre à un individu (fr)[Classe]
qui a, comporte, est pourvu de (fr)[Classe...]
unique (fr)[Thème]
(πάω για ύπνο)[termes liés]
ατομικός (adj.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
αυτοπροσώπως, ο ίδιος - προσωπικά[Dérivé]
impersonal (en)[Ant.]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s