Publicitad E▼
αυτή (pro.)
1.Υποδεικνύει ένα άτομο (χωρίς να είναι ο ομιλητής ή ο λήπτης του μηνύματος ) ή ένα αντικείμενο (π.χ. Αυτός είναι πολύ δυνατός).
2.Για κάποιο άτομο (π.χ. - Σε ποιόν έδωσες το βιβλίο; - Σε αυτόν).
3.Για να δείξουμε ένα άτομο ή ένα πράγμα( π.χ. Το σπίτι μου είναι αυτό)
4.Τις χρησιμοποιούμε για να δείξουμε ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα που είναι κοντά μας ή που το αναφέραμε λίγο πριν (π.χ. Αυτός ο κύριος είναι γείτονάς μας).
5.Για να δείξουμε ένα πρόσωπο ή πράγμα (π.χ. Αυτός εδώ / εκεί είναι ο δάσκαλός μου).
αύτη
1.Τις χρησιμοποιούμε για να δείξουμε ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα που είναι κοντά μας ή που το αναφέραμε λίγο πριν (π.χ. Αυτός ο κύριος είναι γείτονάς μας).
Publicidad ▼
αυτή (pro.)
αυτά, αυτές, αυτήν, αυτής, αυτοί, αυτού, αυτούς, αυτό, αυτόν, αυτός, αυτός εκεί, αυτών, αύτη, εκείνα, εκείνες, εκείνη, εκείνης, εκείνο, εκείνοι, εκείνος, εκείνου, εκείνους, εκείνων, εκοίνοι, ετούτα, ετούτες, ετούτη, ετούτης, ετούτο, ετούτοι, ετούτος, ετούτου, ετούτους, ετούτων, ο ίδιος, οποιαδήποτε, οποιανδήποτε, οποιασδήποτε, οποιεσδήποτε, οποιοδήποτε, οποιοιδήποτε, οποιοσδήποτε, οποιουδήποτε, οποιουσδήποτε, οποιωνδήποτε, οσωνδήποτε, οτιδήποτε, ούτος, τέτοια, τέτοιας, τέτοιες, τέτοιο, τέτοιοι, τέτοιος, τέτοιου, τέτοιους, τέτοιων, τη, την, της, το, τον, τος, του, τούτα, τούτες, τούτη, τούτης, τούτο, τούτοι, τούτος, τούτου, τούτους, τούτων, τόσα, τόσες, τόση, τόσης, τόσο, τόσοι, τόσος, τόσου, τόσους, τόσων, ό,τι, όποια, όποιαν, όποιας, όποιες, όποιο, όποιοι, όποιον, όποιος, όποιου, όποιους, όποιων, όσα, όσες, όση, όσης, όσο, όσοι, όσος, όσου, όσους, όσων
αύτη
αυτά, αυτές, αυτή, αυτής, αυτοί, αυτού, αυτούς, αυτός, αυτός εκεί, αυτών, εκείνα, εκείνες, εκείνη, εκείνης, εκείνο, εκείνοι, εκείνος, εκείνου, εκείνους, εκείνων, ετούτα, ετούτες, ετούτη, ετούτης, ετούτο, ετούτοι, ετούτος, ετούτου, ετούτους, ετούτων, ούτος, τέτοια, τέτοιας, τέτοιες, τέτοιο, τέτοιοι, τέτοιος, τέτοιου, τέτοιους, τέτοιων, τούτα, τούτες, τούτη, τούτης, τούτο, τούτοι, τούτος, τούτου, τούτους, τούτων, τόσα, τόσες, τόση, τόσης, τόσο, τόσοι, τόσος, τόσου, τόσους, τόσων
⇨ αυτή (το χρησιμοποιούμε όταν δε γνωρίζουμε το φύλο του αναφερόμενου αντικειμένου) • αυτή τη στιγμή • σ' αυτή τη στιγμή
Publicidad ▼
αυτή (pron. dém.)
αυτή (pron. pers.)
αυτή (pron. pers.)
Contenido de sensagent
computado en 0,047s