Publicitad D▼
αυταρχισμός (n.)
1.πολιτικό καθεστώς στο οποίο η εξουσία ασκείται χωρίς έλεγχο από ένα ή περισσότερα πρόσωπα κατά παράβαση των κανόνων Δικαίου
2.κυριαρχία μέσω της απειλής της τιμωρίας ή με τη βία
Publicidad ▼
αυταρχισμός (n.)
Ver también
αυταρχισμός (n.)
↗ αυτοκράτορας, δικτάτορας, δυνάστης, δυσβάσταχτος, καταπιεστικός, σκληρός, τυραννικός, τύραννος
Publicidad ▼
αυταρχισμός (n.)
αυταρχισμός (n.)
caractère d'une personne autoritaire (fr)[Classe]
despote (fr)[Propriété~]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s