Publicitad R▼
αυτοπεποίθηση (n.)
1.η πεποίθηση, η εμπιστοσύνη κάποιου στον εαυτό του, στις δυνάμεις του και στις ικανότητές του
Publicidad ▼
αυτοπεποίθηση (n.)
Ver también
αυτοπεποίθηση (n.)
Publicidad ▼
⇨ έχω αυτοπεποίθηση • έχων αυτοπεποίθηση • κινούμαι με αυτοπεποίθηση • με αυτοπεποίθηση • πηγαίνω με αυτοπεποίθηση • που διαθέτει αυτοπεποίθηση
αυτοπεποίθηση (n.)
force de caractère (fr)[Classe]
audace (fr)[Classe]
comportement de celui qui a confiance (fr)[ClasseParExt.]
psychology (en)[Domaine]
PsychologicalAttribute (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s