Publicitad D▼
βαφή (n.)
1.μία ουσία που χρησιμοποιείται ως μπογιά για να προστατεύσει ή να διακοσμήσει μία επιφάνεια (συνήθως ένα μίγμα βαφικής ύλης ανακατεμένης με υγρό)
2.συνήθως διαλυτή ουσία που χρησιμοποιείται για αλλαγή χρώματος ή για βαφή υφασμάτων ή μαλλιών
3.η χρωστική ουσία κυρίως σε μορφή σκόνης( που ανακατεύεται με υγρό για να παραχθεί μπογιά)
Publicidad ▼
βαφή (n.)
βαφική ύλη, κτ. που δίνει χρώμα, μπογιά, στίλβωμα, υδατόχρωμα, χρωστική ουσία, χρώμα
Ver también
βαφή (n.)
↗ βάφω, μπογιατίζω, χρωματίζω
Publicidad ▼
⇨ αζωική βαφή • βασική βαφή • βαφή μαλλιών • βαφή υποδημάτων • ερυθροκυανόσ βαφή • κίτρινη βαφή • πολεμική βαφή προσώπου • πορφύρα βαφή • στερεωτική βαφή • όξινη βαφή
βαφή (n.)
peinture : selon le diluant des pigments (fr)[Classe]
(ύδωρ; νερό), (υδροθεραπεία)[termes liés]
επίχριση, επικάλυμμα, στρώμα - μπογιά, χρωστική ουσία[Hyper.]
βάφω, μπογιατίζω - ζωγραφίζω[Dérivé]
βαφή (n.)
factotum (en)[Domaine]
Removing (en)[Domaine]
βαφή (n.)
accessoire de coiffure (fr)[ClasseParExt.]
tincture (en)[ClasseHyper.]
καλλυντικό[ClasseParExt.]
color (en)[Domaine]
Substance (en)[Domaine]
μπογιά, χρωστική ουσία[Hyper.]
βάφω[CeQui~]
βαφή (n.)
colouring agent; colour; colouring; dye; coloring agent; color; coloring (en)[ClasseHyper.]
céramique (fr)[termes liés]
(απόχρωση; χρωματισμός; χρώμα; χρώμα (μτφ.); ζωηρότητα, ενδιαφέρον), (έγχρωμος; χρωματιστός)[termes liés]
outil d'enregistrement et de restitution de l'image (fr)[termes liés]
color (en)[Domaine]
Substance (en)[Domaine]
μπογιά, χρωστική ουσία[Hyper.]
μπογιατίζω, χρωματίζω[Nominalisation]
pigment (en) - pigmenter (fr)[Dérivé]
βαφή, υδατόχρωμα[Element]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s