Publicitad R▼
βελτιώνομαι (v.)
1.γίνομαι καλύτερος
βελτιώνομαι
1.(για καιρικές συνθήκες) γίνομαι πιο αίθριος, πιο φωτεινός και γλυκός
Publicidad ▼
βελτιώνομαι (v.)
Ver también
βελτιώνομαι (v.)
↘ βελτίωση, ύφεση ≠ εξασθενίζω, φθίνω
βελτιώνομαι
Publicidad ▼
βελτιώνομαι (v.)
s'améliorer (fr)[Classe]
αλλάζω κατάσταση[Hyper.]
βελτίωση, ύφεση - better (en) - πρόοδος - mélioration (fr) - βελτιωτικόσ[Dérivé]
βελτιώνω, δημιουργώ κτ. καλύτερο[Domaine]
εξασθενίζω, φθίνω[Ant.]
βελτιώνομαι (v.)
mend one's ways; reform (en)[ClasseHyper.]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s