Publicitad E▼
βουρτσίζω (v.)
1.αφαιρώ τη σκόνη και άλλες ακαθαρσίες
βουρτσίζω
1.τρίβω ή περνώ κτ με βούρτσα
Publicidad ▼
βουρτσίζω
Ver también
Publicidad ▼
βουρτσίζω
βουρτσίζω (v.)
απομακρύνω, γδύνομαι, ξεφορτώνομαι[Hyper.]
βούρτσα, πινέλο[GenV+comp]
βουρτσίζω, τρίβω με βούρτσα[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,016s