Publicitad R▼
γάζα (n.)
1.αποστειρωμένη ταινία από πολύ λεπτό και διαφανές λινό ή βαμβακερό ύφασμα που χρησιμοποιείται για την επίδεση τραυμάτων και πληγών
Publicidad ▼
γάζα (n.)
étoffe de soie (fr)[Classe]
autre élément du chapeau (fr)[DomainDescrip.]
βρόγχος, δίκτυο, δίχτυ, πλέγμα[Hyper.]
αραχνοΰφαντος[Dérivé]
γάζα (n.)
ίνα, νήμα[Hyper.]
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,031s