Publicitad D▼
γδέρνω (v.)
1.προκαλώ εκδορές, γρατζουνίσματα πάνω σε επιφάνεια
2.φθείρομαι από την πολλή τριβή και χρήση
3.ρίχνω περιοδικά τρίχες ή φτερά ή κέρατα
4.αφαιρώ το δέρμα από κπ/κτ
5.αφαιρώ, βγάζω τη φλούδα από κάτι
Publicidad ▼
γδέρνω (v.)
αποβάλλω, απορρίπτω, βασανίζω, γρατσουνίζω, εκδέρω, λειώνω, μαδώ, ξεφλουδίζω, ξύνω, τρίβω
Ver también
γδέρνω (v.)
↘ αμυχή, ασήμαντη πληγή, γδάρσιμο, γρατσουνιά, ξεφλούδισμα, φλούδα, φλούδι ↗ νύχι, νύχι αρπακτικού, νύχι αρπαχτικού
Publicidad ▼
γδέρνω (v.)
γδέρνω (v.)
γδέρνω, ξεφλουδίζω[Hyper.]
γδέρνω (v.)
ενώνομαι με, εφάπτομαι σε, συναντιέμαι[Hyper.]
τριβή - αμυχή, γδάρσιμο, γρατσουνιά - chafe (en)[Dérivé]
γδέρνω (v.)
slough off its skin; peel; shed its skin; moult (en)[ClasseHyper.]
(ζωύφιο), (εντομοκτόνο), (εντομολογία), (εντομολόγοσ)[termes liés]
(hide; skin; pelt) (en)[termes liés]
(τρίχωμα; τρίχα), (αποτρίχωση; ξύρισμα)[termes liés]
plume (fr)[termes liés]
γδέρνω (v.)
fendre (fr)[Classe]
τραυματίζω[Hyper.]
grazing, shaving, skimming (en) - graze (en) - γρατσουνιά[Dérivé]
γδέρνω (v.)
griffer (fr)[Classe]
(κοκάλινος; κεράτινος)[Thème]
νύχι, νύχι αρπακτικού, νύχι αρπαχτικού[GenV+comp]
γδέρνω (v.)
clean out; purify; clean (en)[Classe]
éplucher (cuisine) (fr)[Classe]
ξεφλουδίζω[Hyper.]
parer, paring knife, peeler (en) - αποφλοιωτής - φλούδα - paring (en) - skinner (en)[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,094s