Publicitad R▼
δέλεαρ (n.)
1.οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να προσελκύσει και για να παγιδεύσει κάτι ή κάποιον
Publicidad ▼
δέλεαρ (n.)
ένταση επιθυμίας, αποπλάνηση, δελεασμός, δόλωμα, θέλγητρο, κράχτης
δέλεαρ (n. neu.)
Ver también
Publicidad ▼
δέλεαρ (n.)
factotum (en)[Domaine]
Device (en)[Domaine]
μηχάνημα, μικροσυσκευή, συσκευή[Hyper.]
δελεάζω, σαγηνεύω - παρασύρω - βάζω δόλωμα[Dérivé]
παγίδα[Desc]
δέλεαρ (n.)
Contenido de sensagent
computado en 0,031s