Publicitad D▼
δένω (v.)
1.συνδέω, τοποθετώ μαζί δύο ή περισσότερα αντικείμενα
2.συνδέω τα μέλη συνόλου και τα προσαρμόζω μεταξύ τους έτσι, ώστε να σχηματιστεί ακέραιο το αντικείμενο
3.τοποθετώ σε κπ δεσμά
4.συνταιριάζω πράγματα κάνω κάτι να αποκτήσει συνοχή, ομοιογένεια
5.δένω κάποιον ή κάτι κάπου, σταθεροποιώ, στερεώνω
6.περιβάλλω κπ/κτ με σχοινί,λουρί,αλυσίδα για να τον/το ακινητοποιήσω
7.είμαι στερεωμένος σε σταθερό σημείο σε απόσταση από το έδαφος και αιωρούμαι
8.βρίσκομαι σε αρμονία,σε συμφωνία
Publicidad ▼
δένω (v.)
αγκυροβολώ, αναρτώ, βιβλιοδετώ, δένομαι, δένω με σκοινί, δένω σφιχτά, εναρμονίζομαι, εναρμονίζω, ενώνω, κρέμομαι, κρεμώ, προσαρμόζω κτ. στην επιφάνεια ενος αντικειμένου, προσδένω, στερεώνω, συμφωνώ, συνάπτω, συναρμόζομαι, συνδέω, συνδυάζομαι, συνταιριάζω, σφραγίζω με ταινία, ταιριάζω, τοποθετώ
Ver también
δένω (v.)
≠ αποσυνδέω, λύνω, ξεκουμπώνω, χαλαρώνω
Publicidad ▼
⇨ (επι)δένω • (περι)δένω • (προς)δένω • δένω (για πλοίο) • δένω (για σπασμένα οστά) • δένω (ζώνη ασφαλείας με κτλ.) • δένω (με επίδεσμο κτλ.) • δένω με ζώνη • δένω με καρφιά • δένω με κορδόνια • δένω με κουλούρα • δένω με κόμπο • δένω με λουρί • δένω με σκοινί • δένω με σπάγγο • δένω σφιχτά • δένω τα μάτια
δένω (v.)
δένω (v.)
assembler des choses (fr)[Classe]
rendre solidaire pour connecter des objets (fr)[Classe]
canalisation (fr)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
Attaching (en)[Domaine]
linkage (en) - συνδετήρας - link, linkup, tie, tie-in (en) - σύνδεσμος - συνδετικόσ[Dérivé]
αποσυνδέω[Ant.]
δένω (v.)
δένω (v.)
attach; fix; fasten; bind; strap; tie up; tie; knot together (en)[Classe]
garrot (fr)[GenV+comp]
κρατώ, περιορίζω[Hyper.]
bindable, bondable (en)[Dérivé]
αναρτώ, δένω, προσδένω, στερεώνω, συνάπτω, τοποθετώ[Domaine]
δένω[Analogie]
δένω (v.)
καλύπτω, σκεπάζω[Hyper.]
binder, ring-binder (en) - βιβλιοδετείο - δέσιμο βιβλίου, κάλυμμα - binding (en)[Dérivé]
δένω (v.)
immobilize; immobilise (en)[Classe]
attach; fix; fasten; bind; strap; tie up; tie; knot together (en)[ClasseHyper.]
assembler des choses (fr)[Classe]
rendre solidaire qqch avec une autre chose (fr)[ClasseHyper.]
mettre en une place d'une façon définitive (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Attaching (en)[Domaine]
fixe (fr)[Rendre+Attrib.]
δένω (v.)
επισυνάπτω, κολλώ, συνδέω[Hyper.]
αλυσίδα, σκοινί[Dérivé]
δένω (v.)
επισυνάπτω, κολλώ, συνδέω[Hyper.]
δένω (v.)
δένω (v.)
αναρτώ, δένω, προσδένω, στερεώνω, συνάπτω, τοποθετώ[Hyper.]
κρέμομαι[Domaine]
δένω (v.)
rendre fixe, immobile (fr)[Classe...]
emboîter (fr)[Classe]
(στολίδι; κόσμημα)[termes liés]
pierre précieuse (fr)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
Putting (en)[Domaine]
οργανώνω, συντάσσω, τακτοποιώ[Hyper.]
δένω (v.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,062s