Publicitad D▼
δεξιός (adj.)
1.αυτός που χαρακτηρίζεται ή εμφορείται από τις θεωρούμενες ως συντηρητικές πολιτικές αρχές και κατά συνέπεια τηρεί επιφυλακτική στάση ως προς τις θεωρούμενες ως προοδευτικές πολιτικές ιδέες, τις καινοτομίες, τα ριζοσπαστικά μέτρα κ .λπ.
2.αυτός που σε σχέση με τον ομιλητή ή τον παρατηρητή βρίσκεται προς τα δεξιά
δεξιός (n.)
1.μέλος δεξιού πολιτικού κόμματος, που ανήκει παραδοσιακά στα συντηρητικά κόμματα
Publicidad ▼
δεξιός (adj.)
Ver también
δεξιός (adj.)
Publicidad ▼
δεξιός (adj.)
αριστερός - center (en)[Ant.]
δεξιός (adj.)
δεξιός[Similaire]
δεξιός (adj.)
αριστερός[Ant.]
θέση, κατάσταση, τοποθεσία[Dérivé]
δεξιός (n.)
politics (en)[Domaine]
PoliticalOrganization (en)[Domaine]
συντηρητικός[Hyper.]
rightism (en) - δεξιά - δεξιόφρων[Dérivé]
δεξιόσ (adj.)
dextral (en)[Similaire]
οικοσημολογία[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s