Publicitad R▼
δημιουργώ (v.)
1.κατασκευάζω κάτι
2.αναπτύσσω θεωρία ή δημιουργώ θεωρία
3.κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα
4.παράγω κάτι, κάνω να υπάρξει κάτι που πριν δεν υπήρχε
5.βρίσκομαι στο στάδιο της υλοποιήσεως μιας έμπνευσης,μιας ιδέας,παράγω καλλιτεχνικό έργο
6.γίνομαι αίτιος να διαμορφωθεί κατάσταση, περίσταση κ.λπ., προκαλώ, π.χ. "δημιουργώ σύγχυση, πανικό, σάλο, κ.τ.λ."
δημιουργώ
1.μαζεύω, συσσωρεύω
Publicidad ▼
δημιουργώ
δημιουργώ (v.)
mistake κάνω, object: φτιάχνω ; manufacture: κατασκευάζω ; speech, αναπτύσσω, εξελίσσω, κάνω, κατασκευάζω, παράγω, φτιάχνω
⇨ δημιουργώ αντίγραφo ασφαλείας σε αρχείο Η • δημιουργώ αντίγραφo ασφαλείας σε αρχείο Η/Υ • δημιουργώ από πρώτες ύλες • δημιουργώ απόθεμα • δημιουργώ κτ. καλύτερο • δημιουργώ ομοσπονδία • δημιουργώ ρήγμα
Publicidad ▼
δημιουργώ
δημιουργώ (v.)
δημιουργώ (v.)
factotum (en)[Domaine]
ContentDevelopment (en)[Domaine]
δημιουργώ (v.)
factotum (en)[Domaine]
Manufacture (en)[Domaine]
δημιουργώ (v.)
factotum (en)[Domaine]
Creation (en)[Domaine]
δημιουργώ, κάνω, κατασκευάζω[Hyper.]
γένεση, γένεσισ - author, generator, source (en) - generation (en) - παραγωγικός[Dérivé]
δημιουργώ (v.)
art (en)[Domaine]
ContentDevelopment (en)[Domaine]
δημιουργώ (v.)
factotum (en)[Domaine]
causes (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s