Publicitad R▼
διακινδυνεύω (v.)
1. τολμώ να πω κάτι που μπορεί να είναι άστοχο
2.αποτολμώ κάτι με σκοπό να εξασφαλίσω ευνοικά αποτελέσματα
Publicidad ▼
διακινδυνεύω (v.)
απειλώ, αποτολμώ, θέτω σε κίνδυνο, παίρνω ρίσκο, ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω, το παίζω κορόνα γράμματα
Ver también
διακινδυνεύω (v.)
Publicidad ▼
διακινδυνεύω (v.)
menacer (fr)[Classe]
απειλώ; διακινδυνεύω; θέτω σε κίνδυνο[ClasseHyper.]
απειλώ; διακινδυνεύω; θέτω σε κίνδυνο[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Threatening (en)[Domaine]
υπάρχω[Hyper.]
κίνδυνος - απειλή, κίνδυνος - κίνδυνος, ρίσκο[Dérivé]
διακινδυνεύω (v.)
affirmer sans certitude (fr)[Classe]
διακινδυνεύω (v.)
oser (fr)[Classe]
prendre des risques (fr)[Classe]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s