Publicitad E▼
διαμαρτυρία (n.)
1.η ενέργεια του διαμαρτύρομαι, δημόσια (συνήθως οργανωμένη) εκδήλωση διαμαρτυρίας
2.μαζική, δημόσια και οργανωμένη προβολή ενός αιτήματος ή μιας διεκδίκησης
3.το να εκφράζει κάποιος την αντίθεση και δυσαρέσκειά του για κάτι που το θεωρεί άδικο, παράνομο, επιζήμιο.
4.επίσημη έκφραση ένστασης, διαφωνίας
Publicidad ▼
διαμαρτυρία (n.)
αναστάτωση, διαδήλωση, εναντίωση, κατακραυγή, νταβαντούρι, οχλοβοή, σάλος
Publicidad ▼
διαμαρτυρία (n.)
additional demand (en)[Classe]
διαμαρτυρία (n.)
διαμαρτυρία (n.)
factotum (en)[Domaine]
Expressing (en)[Domaine]
διαμαρτυρία (n.)
bruit violent, confus et désordonné (fr)[Classe]
foule (fr)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
RadiatingSound (en)[Domaine]
θόρυβος[Hyper.]
θορυβώδης, πανηγυρικός[Dérivé]
διαμαρτυρία (n.)
cris de colère, de protestation (fr)[Classe]
agitation sociale (fr)[Classe]
διαμαρτυρία (n.)
διαμαρτυρία (n.)
ανακοίνωση, δήλωση, δημόσια δήλωση[Hyper.]
represent (en)[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,032s