Publicitad D▼
διατάζω (v.)
1.εκδίδω μια διαταγή
2.διατάζω με θέσπισμα
3.εξασκώ έλεγχο σε, δίνω διαταγέςή διαταγή σε κάποιον να κάνει κάτι
4.αποκτώ τον έλεγχο
Publicidad ▼
διάταζω (v.)
διατάζω (v.)
αποφασίζω, αφηγούμαι, δηλώνω, διοικώ, εκφράζω, εντέλλομαι, επιβάλλομαι, κάνω κουμάντο, λέω, πληροφορώ
Publicidad ▼
διάταζω (v.)
ordain; order; command (en)[Classe]
oblige (en)[Classe]
légiférer (fr)[ClasseParExt.]
factotum (en)[Domaine]
Ordering (en)[Domaine]
διατάζω (v.)
θεσπίζω[Hyper.]
ordinance (en)[Dérivé]
διατάζω (v.)
ordain; order; command (en)[Classe]
décider (fr)[Classe]
διατάζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Guiding (en)[Domaine]
διατάζω (v.)
παρακαλώ[Hyper.]
διάταγμα - διαταγή, εντολή - δικαστική εντολή[Dérivé]
διατάζω (v.)
exercer une domination (fr)[Classe]
άρχω , είμαι στην εξουσία, εξουσιάζω, κυβερνώ[Hyper.]
dictate (en) - διαταγή - δικτάτορας, δυνάστης[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s