Publicitad E▼
διαχωρίζω (v.)
1.αναγνωρίζω ανάμεσα σε άλλα, βλέπω τις διαφορές παρόμοιων πραγμάτων
2.χωρίζω τα συστατικά από τα οποία αποτελείται κάτι
3.χωρίζω κάτι από κάτι άλλο, του δίνω μια ξεχωριστή υπόσταση
4.(συνήθως με αφηρ. ουσ.) χωρίζω κάτι από κάτι άλλο, χωρίζω στα δύο, ξεχωρίζω
Publicidad ▼
διαχωρίζω
διαχωρίζω (v.)
αποσυνδέω, διακρίνω, κρατώ κτ. χωριστά, ξεχωρίζω, χωρίζω, χωρίζω κτ. σε μέρη
Ver también
διαχωρίζω (v.)
≠ ενώνομαι με, ενώνω, σμίγω, συναντώ
Publicidad ▼
διαχωρίζω
partition, zone (en)[Hyper.]
διαχωρίζω (v.)
rendre spécifique (fr)[Classe]
διαχωρίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Detaching (en)[Domaine]
αλλάζω υπόσταση[Hyper.]
separation (en) - διαχωριστήσ[Dérivé]
διαχωρίζω (v.)
τεμαχίζω[ClasseHyper.]
procédure judiciaire (fr)[DomaineCollocation]
διαχωρίζω (v.)
διαχωρίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Separating (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s