Publicitad R▼
διεκπεραιώνω (v.)
1.εκτελώ, διακπεραιώνω επιχειρηματικές εργασίες
Publicidad ▼
διεκπεραιώνω
διεκπεραιώνω
φροντίζω[Hyper.]
διεκπεραιώνω
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
διεκπεραιώνω (v.)
αλληλεπιδρώ, συνεργάζομαι[Hyper.]
διεκπεραίωση, δοσοληψία, συναλλαγή - διεξάγων[Dérivé]
εμπόριο[Domaine]
διεκπεραιώνω (v.)
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,047s