Publicitad E▼
διπλωματία (n.)
1.ικανότητα στη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων
2.το σύνολο των προσώπων και των υπηρεσιών που ασχολούνται με τις διεθνείς σχέσεις ενός κράτους
3.ικανότητα και επιδεξιότητα σε συνεννοήσεις ή διαπραγματεύσεις
Publicidad ▼
διπλωματία (n.)
διπλωματικότητα, ευαισθησία, λεπτότητα, πολιτική δεξιοτεχνία, πολιτική τέχνη
Publicidad ▼
διπλωματία (n.)
διπλωματία (n.)
διαπραγμάτευση, διεξαγωγή συνομιλιών[Hyper.]
διπλωμάτης - διπλωματικός[Dérivé]
διπλωματία (n.)
habileté d'esprit (fr)[Classe]
savoir-vivre (fr)[Classe]
subtlety; quip; astuteness; shrewdness; nicety (en)[Classe]
quality (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
délicat (fr)[Propriété~]
Contenido de sensagent
computado en 0,016s