Publicitad E▼
διώχνω (v.)
1.βγάζω κάτι ή κάποιον έξω από ένα χώρο, με δύναμη ή με βία
2.διώχνω κάποιον από τη θέση του βίαια και επιθετικά
διώχνω
1.παρουσιάζω παρέκκλιση από την κανονική,συνηθισμένη πορεία
2.απομακρύνω από έναν τόπο
Publicidad ▼
διώχνω
αποκλείω, αποκρούω, απομακρύνω, απωθώ, γυρίζω αλλού το πρόσωπο, εκτρέπομαι, κάνω έξωση, κλείνω απ' έξω, λοξοδρομώ, πετώ έξω
διώχνω (v.)
απομακρύνω, αποπέμπω, απωθώ, διαλύω, διώχνω κπ. τρομάζοντάς τον, εκβάλλω, εκδιώκω
Ver también
διώχνω
Publicidad ▼
διώχνω
διώχνω
αποβάλλω[Hyper.]
αποβολή, αποκλεισμός, εκτίναξη - cartridge ejector, ejector (en)[Dérivé]
διώχνω
résister (fr)[Classe]
faire aller en arrière (fr)[Classe]
διώχνω (v.)
διώχνω (v.)
repousser quelqu'un (fr)[Classe]
renvoyer qqn violemment (fr)[Classe]
faire partir qqn d'un lieu (fr)[ClasseHyper.]
mettre en fuite un adversaire (fr)[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Process (en)[Domaine]
εκτοπίζω, μετακινώ, μετατοπίζω[Hyper.]
διώχνω, εκβάλλω, εκδιώκω[Domaine]
ακολουθώ, καταδιώκω, κυνηγώ, παίρνω στο κυνήγι - πάω, πηγαίνω[Analogie]
διώχνω (v.)
διώχνω (v.)
renvoyer qqn violemment (fr)[Classe]
απομακρύνω[Hyper.]
αποβολή, αποκλεισμός, εκτίναξη - ouster, ousting (en) - ejector, ouster (en)[Dérivé]
κλοτσώ[Analogie]
διώχνω (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,031s