Publicitad R▼
δραστηριότητα (n.f.)
1.σύνολο ενεργειών ατόμου ή ομάδας, που αφορούν ένα συγκεκριμένο τομέα
δραστηριότητα (n.)
1.ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας κάποιου που είναι δραστήριος και δρα γρήγορα και με έντονη ζωτικότητα
2.η κατάσταση του να είσαι ενεργός
Publicidad ▼
δραστηριότητα (n.)
δραστηριότητα (n.f.)
Ver también
Publicidad ▼
⇨ έντονη δραστηριότητα • αισθητήρια δραστηριότητα • αισθητηριακή δραστηριότητα • δραστηριότητα επικοινωνίας • δραστηριότητα της επιχείρησης • εμπορική δραστηριότητα • κοινοτική δραστηριότητα • με έντονη δραστηριότητα • οικονομική δραστηριότητα • τραπεζική δραστηριότητα • χωρίς δραστηριότητα
⇨ δραστηριότητα της επιχείρησης • κοινοτική δραστηριότητα • οικονομική δραστηριότητα • ρύπανση από τη γεωργική δραστηριότητα • τραπεζική δραστηριότητα
δραστηριότητα (n.)
χαρακτηριστικό γνώρισμα - δράση, πράξη[Hyper.]
δραστήριος - αδρανής, ανενεργός - ενεργός, σε ισχύ - entreprenant (fr)[Dérivé]
αδράνεια, νωθρότητα[Ant.]
δραστηριότητα (n.)
factotum (en)[Domaine]
Motion (en)[Domaine]
κατάσταση[Hyper.]
ενεργώ - active (en) - ενεργός - ενεργό - δραστικός, ενεργητικός - alive (en) - participating (en) - combat-ready, fighting (en)[Dérivé]
αδράνεια, απραξία[Ant.]
δραστηριότητα (n. f.)
ασχολία; ενασχόληση; δραστηριότητα; απασχόληση[ClasseHyper.]
ασχολία; ενασχόληση; δραστηριότητα; απασχόληση; ανατροφή; αγωγή; πράξεις; καμώματα (πληθ.)[ClasseHyper.]
ensemble des phénomènes (fr)[Classe...]
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s