Publicitad R▼
εγγυώμαι (v.)
1.υπόσχομαι την πραγματοποίηση κάποιων πραγμάτων. Παρέχω εγγυήσεις για κάτι
Publicidad ▼
εγγυώμαι (v.)
αναλαμβάνω την ευθύνη, αναλαμβάνω την υποχρέωση, ασφαλίζω, διαβεβαιώνω, διασφαλίζω, πληρώνω για κτ., τιμωρούμαι, υπόσχομαι
Ver también
εγγυώμαι (v.)
Publicidad ▼
εγγυώμαι (v.)
factotum (en)[Domaine]
Committing (en)[Domaine]
διαβεβαιώνω, υπόσχομαι[Hyper.]
εγγύηση[Dérivé]
εγγυώμαι (v.)
παίρνω τη θέση του μάρτυρα στο δικαστήριο[Hyper.]
verifier, voucher (en)[Dérivé]
εγγυώμαι (v.)
protéger, défendre quelqu'un (fr)[ClasseParExt.]
εγγυώμαι (v.)
s'engager sur la qualité de qqch ou de qqn (fr)[Classe]
politics (en)[Domaine]
Committing (en)[Domaine]
garant (fr)[Etre+Attribut]
διαλέγω, τάσσομαι υπέρ, υποστηρίζω[Hyper.]
εγγύηση - εγγύηση - εγγυητήσ - warrantee (en)[Dérivé]
εγγυώμαι (v.)
factotum (en)[Domaine]
Process (en)[Domaine]
εγγύηση[Dérivé]
αναλαμβάνω την ευθύνη, εγγυώμαι, πληρώνω για κτ., τιμωρούμαι[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s