Publicitad R▼
εισόδημα (n.)
1.Αναφέρεται σε άτομα ή επιχειρήσεις, ειδάλλως να χρησιμοποιείται ο όρος "εθνικό εισόδημα".
2.το οικονομικό κέρδος που συγκεντρώνεται σε μία συγκεκριμένη περίοδο
Publicidad ▼
εισόδημα
εισόδημα (n.)
Ver también
Publicidad ▼
⇨ έχων ετήσιον εισόδημα • ακαθάριστο (κέρδος, εισόδημα) • δηλώνω εισόδημα • εγγυημένο εισόδημα • εθνικό εισόδημα • εισόδημα από μη μισθωτές υπηρεσίες • εισόδημα γεωργού • εισόδημα επένδυσης • εισόδημα των νοικοκυριών • ετήσιο εισόδημα • κατώτατο εισόδημα επιβίωσης • πρόσθετο εισόδημα • φορολογητέο εισόδημα • χαμηλό εισόδημα
⇨ εγγυημένο εισόδημα • εθνικό εισόδημα • εισόδημα από μη μισθωτές υπηρεσίες • εισόδημα γεωργού • εισόδημα επένδυσης • εισόδημα των νοικοκυριών • κατώτατο εισόδημα επιβίωσης • πρόσθετο εισόδημα • φορολογητέο εισόδημα • χαμηλό εισόδημα
εισόδημα
toute chose possédée par qqn (fr)[Classe]
moyen, ressource pour faire qqch (fr)[Classe]
revenu monétaire (fr)[Classe]
currency (en)[ClasseEnsembleDe]
ensemble (réunion d'éléments) (fr)[Classe...]
somme d'argent considérée comme un ensemble (fr)[Classe]
emp : plur (fr)[Syntagme]
εισόδημα (n.)
Descripteurs EUROVOC (fr)[Thème]
εισόδημα (n.)
κέρδη; αποδοχές; απολαβές; αμοιβή[Classe]
economy (en)[Domaine]
CurrencyMeasure (en)[Domaine]
appointer (fr)[Nominalisation]
αποζημίωση[Hyper.]
εισόδημα (n.)
εισόδημα (n.)
EUROVOC
Contenido de sensagent
computado en 0,063s