Publicitad R▼
εκτοπίζω (v.)
1.αλλάζω τη θέση ενός πράγματος, το βάζω σε άλλη θέση
Publicidad ▼
εκτοπίζω (v.)
εκτοπίζω (v.)
αλλαγή θέσης, κίνηση - κίνηση, μετακίνηση - mover, moving company, public mover, removal company, removal firm (en) - κτ. για να που χρησιμοποιείται απομακρύνει κτ. άλλο, κτ. που χρησιμοποιείται για να απομακρύνει, μεταφορέας - κινητός, μετακομιστόσ, μεταφερόμενος, φορητός - movable (en)[Dérivé]
αλλάζω θέση[Cause]
κινούμαι, περπατώ, πηγαίνω[Domaine]
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,031s