Publicitad R▼
εκτρέπομαι (v.)
1.αλλάζω κατεύθυνση,παρεκκλίνω από την αρχική μου τοποθέτηση
2.παρουσιάζω παρέκκλιση από την κανονική,συνηθισμένη πορεία
Publicidad ▼
εκτρέπομαι (v.)
αποκλίνω, απομακρύνω, γυρίζω αλλού το πρόσωπο, διώχνω, κατευθύνομαι, λοξοδρομώ, στρίβω
εκτρέπομαι (v.)
εκτρέπομαι (v.)
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,015s