Publicitad R▼
εμπιστοσύνη (n.)
1.η πίστη, η βεβαιότητα ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο έχει ορισμένη ικανότητα ή ιδιότητα, αξία
2.κάθε γνωστικό περιεχόμενο που αντιμετωπίζεται ως αληθινό
3.πλήρης εμπιστοσύνη σε ένα πρόσωπο ή σχέδιο κ.λπ
4.η ιδιότητα αυτού που εμπνέει,που αξίζει εμπιστοσύνη
Publicidad ▼
εμπιστοσύνη (n.)
Ver también
εμπιστοσύνη (n.)
≠ έλλειψη εμπιστοσύνης, αναξιοπιστία, απιστία, δυσπιστία, καχυποψία
Publicidad ▼
εμπιστοσύνη (n.)
factotum (en)[Domaine]
TraitAttribute (en)[Domaine]
εμπιστοσύνη (n.)
hopefulness (en)[Hyper.]
confident (en)[Dérivé]
εμπιστοσύνη (n.)
croyance (action ou chose) (fr)[Classe]
εμπιστοσύνη (n.)
factotum (en)[Domaine]
believes (en)[Domaine]
εμπιστοσύνη (n.)
constancy (en)[Classe]
longue durée (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
TraitAttribute (en)[Domaine]
fiable (fr)[Propriété~]
Contenido de sensagent
computado en 0,016s