Publicitad D▼
εμπόδιο (n.)
1.η ενέργεια του παρεμποδίζω, παρακωλύω
2.καθετί που χωρίζει ένα χώρο στα δυο σαν τοίχος
3.η δυσκολία ή απαγόρευση μιας διαδικασίας, πορείας, κίνησης ή πρόσβασης
4.κάθε πράγμα, φυσικό ή τεχνητό, που εμποδίζει, δυσκολεύει ή απαγορεύει μια πορεία, μια κίνηση
5.κάτι που εμποδίζει την πρόοδο
6.οτιδήποτε εμποδίζει, παρακωλύει (και πρέπει να μετακινηθεί ή να υπερνικηθεί)
7.παράγοντας που προκαλεί δυσκολία στην επίτευξη ενός στόχου, ενός επιθυμητού αποτελέσματος ή που μπορεί να επιφέρει αρνητικό αποτέλεσμα
8.οποιαδήποτε κωλuσιεργία ή εμπόδιο που επιβαρύνει
9.ό ,τι δυσκολεύει ή δεν επιτρέπει, απαγορεύει να γίνει κάτι ή να κάνει κάποιος κάτι
Publicidad ▼
εμπόδιο
εμπόδιο (n.)
ανάμειξη, αποκλεισμός, διαχωριστικό, δυσκολία, επιβάρυνση, κωλισιεργία, κώλυμα, μειονέκτημα, μπλόκο, οδόφραγμα, παρεμπόδιση, πρόληψη, πρόσκομμα, τροχοπέδη, φράγμα, φράξιμο
Ver también
Publicidad ▼
⇨ δασμολογικό εμπόδιο • εμπόδιο σε κούρσα • εμπόδιο στο γκολφ • λιμνούλα εμπόδιο αγώνων • μη δασμολογικό εμπόδιο • ξεπερνώ (π.χ. εμπόδιο) • προσκρούω σε εμπόδιο • τεχνικό εμπόδιο
εμπόδιο
άλμα, πήδημα[Hyper.]
υπερπηδώ - τρέχω σε αγώνα μετ' εμποδίων[Dérivé]
εμπόδιο (n.)
suspicion (en)[Classe]
ιδέα[Classe]
action de devancer, d'anticiper (fr)[Classe]
σιχαμάρα[Classe]
εμπόδιο; τροχοπέδη; πρόληψη; παρεμπόδιση[ClasseHyper.]
(δόλος; εξαπάτηση; πανουργία; τέχνασμα; απάτη; ζαβολιά), (απατεώνας; τσαρλατάνος), (προσποιούμαι; παριστάνω)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
prevents (en)[Domaine]
εμπόδιο (n.)
δράση, πράξη[Hyper.]
ανακατεύομαι, επεμβαίνω[Dérivé]
εμπόδιο (n.)
μηχανισμός[Hyper.]
εμπόδιο (n.)
εμπόδιο (n.)
difficulty (en)[Classe]
moyen pour obliger qqn (à faire, à être) (fr)[Classe]
moyen, ressource pour faire qqch (fr)[Classe]
(contrary; opposite), (ravishment; rape) (en)[Caract.]
factotum (en)[Domaine]
inhibits (en)[Domaine]
εμπόδιο (n.)
(οριστικό) κλείσιμο[ClasseParExt.]
obstacle (fr)[Classe]
περιστροφική πόρτα; φράγμα; ανάχωμα; φράγμα (σε ποτάμι)[Classe]
(λωρίδα κυκλοφορίας)[termes liés]
εμπόδιο (n.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
γνωστικός παράγων[Hyper.]
εμπόδιο (n.)
manque (fr)[Classe]
disadvantage (en)[Classe]
εμπόδιο (n.)
obstacle (fr)[Classe]
εμπόδιο (n.)
obstacle, obstruction (en)[Hyper.]
εμπόδιο (n.)
obstacle (fr)[ClasseHyper.]
(οριστικό) κλείσιμο[ClasseParExt.]
difficulty (en)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
inhibits (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,062s