Publicitad R▼
εντάξει
1.ως απάντηση απόλυτης συμφωνίας, συγκατάθεσης του ομιλητή στην πρόταση που του έγινε προηγουμένως
Publicidad ▼
εντάξει
άψογος, έτοιμος για λειτουργία, ενδεδειγμένος, επαρκής, μια χαρά, πολύ καλά, σωστός, τακτοποιημένος
εντάξει (adj.)
Ver también
εντάξει (adj.)
≠ άσχημα
Publicidad ▼
εντάξει
ικανοποιητικός, σχετικά καλός[Similaire]
έκφραση της καθομιλουμένης[Domaine]
εντάξει
ικανοποιητικώσ[Classe]
en respectant les contraintes imposées (fr)[Classe]
d'une manière conforme à qqch (fr)[Classe]
régulier (fr)[Adv.]
εντάξει
tidy (en)[Similaire]
εντάξει (adj.)
άσχημα[Ant.]
εντάξει!
Contenido de sensagent
computado en 0,078s